- Καρ
- Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Γιος του Δία και της Κρήτης, αδελφός του Λυδού και του Μυσού και πατέρας του Αλαβάνδη, επώνυμου των Αλαβάνδων. Ήταν ιδρυτής και επώνυμος της Καρίας της Μικράς Ασίας, ενώ αναφέρεται και ως εφευρέτης της οιωνοσκοπίας.
2. Γιος του Φορωνέα και πρώτος βασιλιάς των Μεγάρων. Θεωρείται ο ιδρυτής της μίας από τις ακροπόλεις της πόλης (που ονομάστηκε Καρία) και του ναού της Δήμητρας, τον οποίο ονόμασε Μέγαρον. Από τον ναό αυτό θεωρείται ότι προήλθε και η ονομασία της πόλης των Μεγάρων.
* * *Κάρ, Καρός, ο, θηλ. Κάειρα (Α)1. ο κάτοικος τής Καρίας2. παροιμ. α) «ἐν τᾠ Καρὶ κινδυνεύειν» — γι' αυτούς που αφήνουν άλλους να κινδυνεύσουν αντί για τους ίδιουςβ) «θύραζε, Κᾱρες, οὐκέτ' Ἀνθεστήρια» — βλ. κηρ (Ι).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. χρησιμοποιείται σε παροιμιώδεις φρ.στη φρ. όμως «θύραζε Κᾶρες οὐκέτ' Ἀνθεστήρια», ο τ. Κᾶρες αποτελεί δ. γρφ. τής λ. Κῆρες, η οποία, κατά την επικρατέστερη άποψη, θεωρείται η ορθή, βλ. και κηρ (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.